|
το кузов (экипажа, автомобиля) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кузов? — καρροσερί как с (ново)греческого переводится слово καρροσερί? — кузов — αρμεγός — αγλωσσία — ξέω — ατρόχιστος — βροντοβόλημα — αλλαντοειδής — διευκολύνω — εμπνέυομαι — προειδοποίηση — βραχύχρονος — διδακτική — βλητικότης — φυσαλίδα — επανάταξις — απειλητικός — καρδιοσκασιά — αμφισβητούμενος — ακατέργαστος — εκτείνω — φτώχεμα — ανέκτης |
|||