τόμπολα

формы словаβ
τόμπολα
η лото;
          παίζω ~ — играть в лото



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лото? — τόμπολα
как с (ново)греческого переводится слово τόμπολα? — лото


κυπάρισσοςμπάσκετμπολσυγχρονίαφακόςλούστροςστερεοτύπηςμισοχαλασμένοςεξακοσάριειδέχθειαχρεωκόποςοικειοποίησηαστροβολίδαθεαματικότηςσεβαστικόςδιαλυτότητααρπακτικόςτεμπελχανείοιερουργώποντικίναβουτυροπωλείοάρχων




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit