|
η лото; παίζω ~ — играть в лото #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лото? — τόμπολα как с (ново)греческого переводится слово τόμπολα? — лото — κυπάρισσος — μπάσκετμπολ — συγχρονία — φακός — λούστρος — στερεοτύπης — μισοχαλασμένος — εξακοσάρι — ειδέχθεια — χρεωκόπος — οικειοποίηση — αστροβολίδα — θεαματικότης — σεβαστικός — διαλυτότητα — αρπακτικός — τεμπελχανείο — ιερουργώ — ποντικίνα — βουτυροπωλείο — άρχων |
|||