|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορμεμφύτως? — — ημιδιατροφή — τριχωτός — απόγεμα — ντεϊστικός — μασητικός — Αραπίνα — πικετοφορώ — αρχαΐζω — απανωτός — ανθρωπάκος — φιρί-φιρί — ανατίναξη — ανευλαβής — καλαθάρα — πτιλωτόν — αναφλέκτης — ξυλοφόρτωμα — έβην — φασκελιά — απάδων — σφήκα |
|||