οινοποίησις

формы словаβ
οινοποίησις



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово οινοποίησις? —


ανεμογράφημαελληνολατρείατρεχάμενοςπλήγωμασούτεικοσιπεντάρικομετεωρίζομαιγυρογυριάπαλικαράςφρόντισησκεπαστικόςαδέλφιστασιαστικόςσυσσωματώνωαστροφεγγιάαυτομαστιγώνομαιΒέλγοςαλογάριαστοςεσχάρωσηαιμορροφιλικόςτουρκόφωνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit