|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινοποίησις? — — ανεμογράφημα — ελληνολατρεία — τρεχάμενος — πλήγωμα — σούτ — εικοσιπεντάρικο — μετεωρίζομαι — γυρογυριά — παλικαράς — φρόντιση — σκεπαστικός — αδέλφι — στασιαστικός — συσσωματώνω — αστροφεγγιά — αυτομαστιγώνομαι — Βέλγος — αλογάριαστος — εσχάρωση — αιμορροφιλικός — τουρκόφωνος |
|||