|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λερώνει? — — φραμπουάζ — γρατζούνισμα — μπουμπούκι — στοκ — καυκιά — οδηγήτρια — πλακούντας — αντικομματικά — ανύπαρχτος — κλοτσώ — διακέντηση — ζάλος — προπαγανδίστρια — δερμοτοπώλης — αποκαλύπτομαι — εγκλίνω — ανάερα — ψευδός — βυρσοδεψώ — κηλεπίδεσμος — ορθογραφώ |
|||