|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραμυθιάζομαι? — — υποβολέας — σαμποτάζ — φλακιάζω — αντεύχομαι — αλυσοδένω — διασταλάζω — τριγαμία — μοτέρ — ξέθωρος — μαλάκα — πειστικότητα — παρανόηση — στρυμωγμένος — κεφαλώνω — ανεραστος — ξεμωραίνομαι — μακρόσωμος — θεμελιώνομαι — πειράζομαι — ρυπαρογράφος — αιβασιλιάτικος |
|||