|
το тарелка; ~ ρηχό (βαθύ) — мелкая (глубокая) тарелка; === τό βρίσκω στό ~ — получать (__что-л.__) на блюдечке с голубой каёмочкой; легко добиваться удачи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тарелка? — πιάτο как с (ново)греческого переводится слово πιάτο? — тарелка — καλομίλητος — αγγελόκορμος — σπασμωδικός — σκυλιάζω — αψηφώ — ξεδιψάω — κακοστομαχιάζω — τσαρικός — πριονιστικός — τροποποίηση — τετράποδο — αχθόμετρον — σαραντάμερο — προπετής — πιγκώνομαι — εξέπεσα — μορσικός — μερομίστι — φούντο — ανέμπιστος — θερμά |
|||