|
η 1) приоритет; δικαίωμα ~ας — право приоритета; 2) очерёдность; καθορίζω τήν ~ — установить очерёдность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приоритет? — προτεραιότητα как на (ново)греческом будет слово очерёдность? — προτεραιότητα как с (ново)греческого переводится слово προτεραιότητα? — приоритет, очерёдность — εξομαλιστικός — πάγκοινος — πορίζομαι — χάσκω — εφεκτικός — ιδιοκτήτης — αρβανιτόπουλο — οινοπότης — επαδά — γκρυλώνω — εξαφάνιση — αλεξήλιον — γαλακτοτροφία — ζιρκόνιο — καλοκαιρεύω — αηδιαστικός — βραδινός — αυτοεξορία — ορυκτολόγος — παύλα — αντικληρικός |
|||