|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διακονητής? — — νίψις — μπεζεράω — αναζώνω — υπερτονικός — δανείσιμος — εξωθώ — εικοσαετηρίδα — υπερκόσμιος — απηλλαγμένος — φυματίνη — λιγνίτης — κόπανο — κωλοσούσα — στόρηση — πετάω — δενδρύλλιο — μεταπολιτευτικός — κατρουλιό — παροργισμός — αναθαρρύνω — χάμουργας |
|||