Новогреческий словарь
διακονητής
διακονητής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακονητής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σακκορράφα
—
αστακόχρωμος
—
φωτοσυνθετικός
—
συμπαραλαμβάνω
—
αμπόλιαστος
—
στιχουργική
—
κλιματολογικός
—
αντιστοιχώ
—
στερούμαι
—
λούσσο
—
σαφήνεια
—
φλεγματικά
—
άπαυτος
—
υδροδόχη
—
αγιονορείτης
—
ηωάνθρωπος
—
συντεταγμένος
—
δαντελλωτός
—
βδελυρός
—
ωννομανής
—
ανακινώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве