|
см. βάφτω, βάφω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βάπτω? — — Εσμεράλδα — φτερούγι — μετεωρίτικος — παννιάζω — επείσθην — αλιευτής — ρεγκλάν — μικροδουλειά — ψυχοκτονία — λυντσάρισμα — μυστικοσυμβούλιο — ρακοπουλείο — αλεξιβρόχιο — φαινόλη — πήδημα — αντιουδαϊσμός — χαμολόγι — σαμπουάν — ατίμητος — ανακομιδή — ετεροφυλόφιλος |
|||