|
одно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одно? — έν как с (ново)греческого переводится слово έν? — одно — ορρωδώ — κολυμβητικός — κουίντέττο — βαρέλι — μεταμοντέρνος — σημάδι — τετράχορδος — φάκα — στειφτός — παροργίζω — στάχυασμα — χαλιφεία — ψευδαργυρώνω — λαύρα — υποβαστακτικός — μασχάλη — αναξιοπάθεια — απομνημονεύματα — διανεμητικός — χωρίς — συνταξούλα |
|||