Новогреческий словарь
έν
έν
одно
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одно
? —
έν
как с
(ново)греческого
переводится слово
έν
? — одно
#
(ново)греческий словарь
—
τοξεύω
—
δίεδρος
—
αντιπρόσκλησις
—
δικτυοπλόκος
—
νομιμοποίηση
—
ξετσιπώνω
—
τετρασύλλαβος
—
πάρεργο
—
διάχυτος
—
γεφυρόζευγμα
—
ξεβρώμισμα
—
εξωραϊστικός
—
ξυλόγλυπτο
—
τραβέλι
—
αλογοσκούφης
—
συμφωνητικός
—
αναγνώσιμος
—
σαρκοφαγία
—
γκλίτσα
—
ανάκειμαι
—
ησκιερός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве