Новогреческий словарь
καμάρα
καμάρα
η 1)
свод, арка
;
2) анат. :
~ (ποδός) — подъём (ноги)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свод
? —
καμάρα
как на
(ново)греческом
будет слово
арка
? —
καμάρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καμάρα
? — свод, арка
#
(ново)греческий словарь
—
ηξεύρω
—
ετεροκίνητος
—
πούφ
—
καπνοχώραφο
—
λόρδος
—
επτάτοξος
—
εξωτικιά
—
φιγουρατζίδικος
—
αλληλοδιάδοχα
—
πλειοδοτών
—
αλεπουδιά
—
αντιμολυσματικός
—
λιμοκτονώ
—
αχυροκάλυβο
—
ιταλικά
—
ελπιστός
—
τεκνοποιία
—
ρομάντζο
—
παπυρολόγος
—
ουρλιάζω
—
υδατίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве