|
το обещание; обет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обещание? — τάξιμο как на (ново)греческом будет слово обет? — τάξιμο как с (ново)греческого переводится слово τάξιμο? — обещание, обет — σκότιος — καρυκεύω — επενέβην — μετριοφροσύνη — άβλαβα — σάλπιγξ — γλιτώνω — ήλεκτρο — απόγραφο — αφειδώ — σκαλπέλλο — ασαλπάριστος — κομψογράφος — σβάστικα — αμυγδαλάτος — Κρητικόπουλο — διάφανος — ιταλική — ανεπιστημονικώς — επουλώσιμος — βατράχένιος |
|||