|
το лестничная клетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лестничная клетка? — κλιμακοστάσιο как с (ново)греческого переводится слово κλιμακοστάσιο? — лестничная клетка — βλαστολογω — αυτόφωρος — ποικιλόχρωμος — βουτυροποιείο — πυοσφαίριο — σιτάλευρο — βαμβακού — ιστοριογραφία — επεξετάθην — βαθύαλος — σαδιστής — ισομερής — ανταρθριτικός — εμπορευματολόγος — γέψιμο — κοψομεσιάζομαι — παραμάγειρος — αμφοτερίζω — κωλογλείφτης — ύπατος — ακόλαστος |
|||