|
1) непоглощённый; 2) непоглотимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непоглощённый? — αναπορρόφητος как на (ново)греческом будет слово непоглотимый? — αναπορρόφητος как с (ново)греческого переводится слово αναπορρόφητος? — непоглощённый, непоглотимый — συνωνυμικός — γλυκοκυματίζω — νυφικό — ξώπετσος — εκατοσταριά — πισσάνθραξ — εξαμηνιαίος — ανομολογώ — χολοστεαρόλη — οσφρητικότης — αργυρένιος — ψαλιδιστός — αυθυποβάλλομαι — ασκημαίνω — θησαυρισμός — εμβρυογονία — γαριερός — καζάρμα — ύσγινος — παράπλους — λουλουδού |
|||