σκακκίστρια

формы словаβ
σκακκίστρια
η шахматистка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово шахматистка? — σκακκίστρια
как с (ново)греческого переводится слово σκακκίστρια? — шахматистка


απολυτοσκούτικουφότηςολομερήςγλυκοπυρώνωεξάμετροςτεμπελχανιόπίστομαριζάριστραγγάλισμααντιφεγγίζωψωμιέρατρίγλωσσοςηλιοχρύσωμασφιχτοκλειδώνωκαπίστρωμααρσενικόαμπελουργόςκορασιάφοινικόδεντροπαραστιάπατσατζής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit