|
η шахматистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шахматистка? — σκακκίστρια как с (ново)греческого переводится слово σκακκίστρια? — шахматистка — απολυτοσκούτι — κουφότης — ολομερής — γλυκοπυρώνω — εξάμετρος — τεμπελχανιό — πίστομα — ριζάρι — στραγγάλισμα — αντιφεγγίζω — ψωμιέρα — τρίγλωσσος — ηλιοχρύσωμα — σφιχτοκλειδώνω — καπίστρωμα — αρσενικό — αμπελουργός — κορασιά — φοινικόδεντρο — παραστιά — πατσατζής |
|||