|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξόφθαλμα? — — λιγουλάκι — ζωοκλέπτης — αρθρογραφικά — προκαταβολικώς — βαμβακουργία — αποπωματίζω — ολόϊσιος — κόσμια — διασπασμένος — εγερτήριο — περιύβριση — αιάντειος — ξιφιός — ημίψυκτος — ιλυόλουτρον — υπέρβαρος — ανδράποδο — ανομοιογενώς — αγριωπός — απλουτος — γυαλουρίζω |
|||