|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαλκοπλαστική? — — επαγρυπνώ — αποταμιευτικός — αιματίτης — σέρνομαι — καραπουτανάρα — αναθέτω — τσιράκι — απροσπέλαστος — ραντιστήρας — αποδιαλόγι — σκυφτός — αυτογεμής — επανατάκτης — περίκομψος — ανισομέρεια — βασανίζω — θόλος — ατμοπλοία — λεωφορειάκι — οφθαλμολογικός — καραβήσιος |
|||