|
оживать, воскресать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оживать? — ξαναζώ как на (ново)греческом будет слово воскресать? — ξαναζώ как с (ново)греческого переводится слово ξαναζώ? — оживать, воскресать — σοφολογιώτατος — ξεσκέπαστος — τεχνουργικός — αφορισμένος — δίχηλος — ξυλογαϊδάρα — χρονομέτρημα — απλόχερο — διορία — τελεσφόρος — δανειστής — θαλαμοειδής — λακώ — επίλοιπος — βαμβακουργία — ξεκόφτω — άθικτος — περιρραφή — διπλοψηφία — φενακισμός — οστάριο |
|||