|
поднимать цену #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поднимать цену? — ανατιμώ как с (ново)греческого переводится слово ανατιμώ? — поднимать цену — κακουργηματικός — οζοντιστήρας — φαλιρίζω — τσιμεντόλιθος — διάστιξη — συνδεκάζω — παγωτατζής — αστρογγύλευτος — πέτρινος — βατώδης — σύμμαχος — καμμιά — εύξεινος — κανονίδι — εκκωφώ — πολυξακουσμένος — πιλατεύω — τοματοσαλάτα — μετάπτωση — γλυκοκοιτάω — λογοκριτής |
|||