|
το летательный аппарат; самолёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово летательный аппарат? — αεροσκάφος как на (ново)греческом будет слово самолёт? — αεροσκάφος как с (ново)греческого переводится слово αεροσκάφος? — летательный аппарат, самолёт — ευκολοθύμητος — απαγχονισμός — προσεπικυρώνω — πατατοσαλάτα — οινοπνευμάτωση — σκολοπίζω — ζοχαδιακός — πρωταίτιος — μιλλέτι — φυγόκεντρος — ησκιάδα — βασκικός — λάδωμα — ραχατλίκι — ιχθυαγορά — δίκαννος — ασφυκτικότητα — ανελαστικότητα — ανθοκάνιστρο — ισοσύλλαβος — συζητάω |
|||