Новогреческий словарь
εγρετίδικος
εγρετίδικ|ος
1)
отделимый
;
2)
переносный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отделимый
? —
εγρετίδικος
как на
(ново)греческом
будет слово
переносный
? —
εγρετίδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγρετίδικος
? — отделимый, переносный
#
(ново)греческий словарь
—
εκνίτρωση
—
μαλαματοκαπνίζω
—
ρακοσυλλέκτης
—
ανασκελάς
—
προσλαμβάνω
—
χολοστεαρίνη
—
πρόζα
—
ενημέρωση
—
χοντρέλλω
—
κλωστήριο
—
νομιμοποίηση
—
ημίπαυση
—
μαϊντανός
—
ξαναπαντρεμμένος
—
φαρμακολογία
—
τερεβινθέλαιο
—
δελέασμα
—
ισχύων
—
παραβγάζω
—
σαφρίδι
—
αχορταγιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω