|
ο зефир, лёгкий ветерок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зефир? — ζέφυρος как на (ново)греческом будет слово лёгкий ветерок? — ζέφυρος как с (ново)греческого переводится слово ζέφυρος? — зефир, лёгкий ветерок — ακουμπιστήρι — ηλιοστάλακτος — καλαμωτός — μέλεγος — δερματόκολλα — κατεστραμμένος — πτερό — εμπιστευτικά — γκαλλιούρης — μέλι — αποστακτήριο — ξυρίχι — επιτροπεύσιμος — πολυτάραχος — δημοκράτης — μικροβένθος — τάρανδος — απεργία — φυσομανώ — στενογράφος — ταπεινωμένος |
|||