|
η 1) посох, палка; трость; 2) костыль (для калек, больных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посох? — βακτηρία как на (ново)греческом будет слово палка? — βακτηρία как на (ново)греческом будет слово трость? — βακτηρία как на (ново)греческом будет слово костыль? — βακτηρία как с (ново)греческого переводится слово βακτηρία? — посох, палка, трость, костыль — μεταξοκλωστικός — λακκίσκος — μελιγγίτης — ολοτρίγυρα — ραδιοεκπομπή — κεντράκι — καταληπτός — υαλοθέτης — ξεσπιτώνω — βοναπαρτισμός — αμφίαλος — χειρούργος — αχεροκάμωτος — αμβλύνομαι — αναιρέτης — εννιάρι — κίνδυνος — ειδεχθής — αρχιστράτηγος — εθνικοσοσιαλιστικός — λεπροκομείο |
|||