|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρενάρισμα? — — οδοδείκτης — χοντροκοπανίζω — επανέκδοση — άνεμος — συνδικαλιστής — ενστερνίζομαι — ανακύκλισμα — απόζερβος — αυγουλωτός — σπερμικός — κουνούπι — αρρενογονικός — σαρακιασμένος — μά — δαφνέλαιον — ξεθερμίζω — έμετος — τσιρίδα — προσλαμβάνομαι — ακρουστάλλιαστος — γυαλώνω |
|||