|
ο расточитель, мот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расточитель? — διασπαθιστής как на (ново)греческом будет слово мот? — διασπαθιστής как с (ново)греческого переводится слово διασπαθιστής? — расточитель, мот — αργοπλερωτής — ανόστεος — σμαραγδοειδής — γκώνω — λεπτο- — αφροσκεπής — διαβάθμιση — αποκοσκινίδια — προαύλιο — πεθυμιά — λαζούρι — άνοια — αργυραμοιβός — αναχωρώ — παλληκαριά — αλατοπιπεριέρα — γκριζούλης — μαγνητοσκοπώ — λιγδού — φρίσσα — άλλα |
|||