|
ο буй (указывающий на наличие рифов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буй? — υφαλοδείκτης как с (ново)греческого переводится слово υφαλοδείκτης? — буй — φαυλος — κεραμευτικός — πόκος — φόρον — ασβεστοκάμινο — αλουποτόμαρο — παραταξιακός — μερμήγκι — χειρουργική — ευκτικός — περίσταση — φαντασιόπληκτος — αφηγηματικά — χαρτοθέτης — σφηνούμαι — αποδεκτός — ανευκρίνητος — ζήτρα — αντιλαϊκά — λουχτούκισμα — ξένιος |
|||