|
το гвоздика (цветок, тж. пряность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гвоздика? — γαρούφαλλο как с (ново)греческого переводится слово γαρούφαλλο? — гвоздика — Αίολος — μαγνητογεννήτρια — κατάκτηση — ανθρωπολάτρης — εξπρεσσιονισμός — αγελαδινός — ισοπεδώνω — ετυμηγορία — γεννητορικός — νιόφερτος — οιωνοσκόπος — βρόχιση — φραγή — δεντρουλλάκι — πέντε — ημιτριώροφος — πολυτέλεια — αθορόστομος — θυροτηλέφωνο — άτλας — παθιάζομαι |
|||