|
ο погонщик мулов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщик мулов? — ημιονηλάτης как с (ново)греческого переводится слово ημιονηλάτης? — погонщик мулов — παρηγορήτρια — αγοροφέρνω — σειρήτι — οπλοπώλης — τεσσαρακονθήμερο — δαντελλοποιία — έγκουση — ληψοδοσία — εγχειρητής — γέρα — αλογίσιος — ντιστενγκές — αποφθεγματικά — θερμιδομετρία — μυσταγωγώ — συναλλαγματοβόρος — εκγλύφω — φωνοσκόπιο — βαράω — καματάρικος — βενζόλιο |
|||