|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλινθοκεραμοποιία? — — υποσκήνιο — μισθαρνώ — συναρτησιακός — ψυχοκινητικός — αγριοκόριτσο — αλεώριον — επικοινωνώ — πενηνταρίζω — κάννουλα — κοψιά — κομμό — ίππος — ζεματιστός — συμπυκνωτικός — τσιγάρο — τυρεμπόριο — φράττω — φετβάς — ακριβοδίκαιος — πίκα — ακροαματικότητα |
|||