|
ο торговец горшками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец горшками? — αγγειοπώλης как с (ново)греческого переводится слово αγγειοπώλης? — торговец горшками — διακληρώνω — κρασίλα — γλωσσογραφία — βαμβάκι — πλαδαρότητα — διπλότυπο — άρχος — παλινδρομικώς — γενεσιουργικός — πείσιος — ακολόβωτος — αναφωνήτρια — λοφώδης — γιρλάντα — πύθων — αδιαμαρτύρητος — φρούτο — διοικητήριο — πόντισμα — μαγάρισμα — προδίνω |
|||