Новогреческий словарь
αντιφθειρικός
αντιφθειρικός
употребляющийся против вшей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
употребляющийся против вшей
? —
αντιφθειρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιφθειρικός
? — употребляющийся против вшей
#
(ново)греческий словарь
—
αρχοντίζω
—
ενεστωτικός
—
μαβής
—
σιταρόσπορο
—
εμβροντησία
—
τραγωδιοποιός
—
λειβαδήσιος
—
συνταξιοδοτώ
—
κοντοχωρίτης
—
αψύς
—
ματσούκα
—
σκουπόξυλο
—
συμπλέκομαι
—
σπινθηροβολία
—
ρητορικώς
—
αποσκάπτω
—
επικασσιτερώνω
—
κάνα
—
επαιτώ
—
άκαρι
—
πάρτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,