|
розовый, розового цвета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розовый? — τριανταφυλλής как на (ново)греческом будет слово розового цвета? — τριανταφυλλής как с (ново)греческого переводится слово τριανταφυλλής? — розовый, розового цвета — αεριοωθούμενο — βάλλοντας — αγοθόπιστος — ψήλος — μνηστεύω — ομαδόν — τέρπω — δερμίτις — εμβρυοκτονία — μαγκαρία — παντρειά — ρουτινιέρισσα — συνυποσχετικό — πολλοστημόριο — χήνα — ξεμανίκωτος — καπηλειό — βιοφωταύγεια — ακροδυνία — τεμαχιστός — κισμέτι |
|||