ντοκουμεντάρισμα

формы словаβ
ντοκουμεντάρισμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμεντάρισμα? —


υπερφορτίζωεξάποδαχαρτομάντισσαυδροσκοπίαξεκάμωμαουρανοβάτηςσκίτσουπερκρέμαμαιδιαμαρτυρημένοςλενινιστικόςβουτυράδικοσβουριχτόςλάφροςκασόνιασμασυνασπιστικόςαχλαδόκρασοανοσολογίαλουλούδιασμαπρομήθειαεπιτελάρχηςβαλιτσάρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit