|
το позвоночник; хребет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово позвоночник? — ραχοκόκκαλο как на (ново)греческом будет слово хребет? — ραχοκόκκαλο как с (ново)греческого переводится слово ραχοκόκκαλο? — позвоночник, хребет — αξεμολόγητος — εμβιβάζομαι — μπακανιάρης — κλαυτός — οικοκύρης — παγκοσμίως — πογκρόμ — σπίτι — αγκαλά — γερμανοφιλία — μεταπίπτω — ιδιοκτήτρια — συγκεκριμένα — πασχαλινός — έναντι — επιμηκύνω — τάχος — διαπρέπω — συναισθάνομαι — αγριομούρης — μπερδεύω |
|||