|
η 1) делегация; 2) представительство; εμπορική ~ — торговое представительство, торгпредство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делегация? — αντιπροσωπεία как на (ново)греческом будет слово представительство? — αντιπροσωπεία как с (ново)греческого переводится слово αντιπροσωπεία? — делегация, представительство — εξαγόρασμα — μισοσβημένος — πληθυντικός — πενταετία — δόκτορας — οινοπνευματοποιήσιμος — αντιποιητικός — προτιμώμενος — απροχώρητο — αταλος — φιλοχρήματος — κειμηλιάρχης — σαρκοφάγος — γρατσουνιά — βασιλόφρονας — αναψη — γριλλιαστός — υλοζωιστής — γαλλίζω — κριθαράκι — προσωπογραφικός |
|||