Новогреческий словарь
σχάζω
σχάζω
1. мед.
вскрывать
(нарыв);
2.
лопаться
;
~ουν τά σύκα — лопается инжир
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вскрывать
? —
σχάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
лопаться
? —
σχάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχάζω
? — вскрывать, лопаться
#
(ново)греческий словарь
—
ελλειμμοτίας
—
αδελφός
—
σοβιετισμός
—
κλεψίτυπος
—
σκέβρωμα
—
γόνατο
—
φελλάχα
—
κρούσω
—
ζωοτροφείο
—
απρόσμενα
—
απολιόρκητος
—
περιμετρικός
—
αυτοκαλλιεργούμαι
—
διατήρηση
—
μπορετός
—
επιστέγασμα
—
δίοδος
—
τίκ
—
φωτορομάντζο
—
κοστολόγιο
—
επιχρυσώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω