|
саксонский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово саксонский? — σαξόνιος как с (ново)греческого переводится слово σαξόνιος? — саксонский — λουλουδάω — κοτσιδάκι — ακαδημαϊκά — κρότωνας — ατέρμονας — τυχοθήρας — θρησκευτικός — υπεραύξηση — μονταδόρος — κυνηγάω — διάφραξη — περιπίπτω — ζαχαροπλαστική — αδροσος — συντελεύω — λεξικός — διστακτικότητα — ανασκησία — σφακελισμός — ζαμπουνεύω — εξυπαρχής |
|||