Новогреческий словарь
πειναλέος
πειναλέ|ος
умирающий с голоду
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
умирающий с голоду
? —
πειναλέος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειναλέος
? — умирающий с голоду
#
(ново)греческий словарь
—
ψαθοχώρι
—
λεύκη
—
ομόθρησκος
—
συναθροίζω
—
σκοτεινούτσικος
—
απερισκεψία
—
ονειροπαρμένος
—
κατάντεμα
—
βακχευτής
—
αγύτευτος
—
βαθομέτρηση
—
κραδασμός
—
μαρμαρόχτιστος
—
γαϊδουροκαβαλλαρία
—
υποκτηνίατρος
—
τολμάω
—
καταπόνηση
—
νεκρώνω
—
φρικώδης
—
πελεκούδι
—
φαίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве