|
ο пацифист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пацифист? — ειρηνιστής как с (ново)греческого переводится слово ειρηνιστής? — пацифист — δίχροος — διακριτέος — αδενικός — δηλωτικός — επινοηματικός — αντιστρεφόμενος — μεταξοπαραγωγή — καπελλάκι — χρονικώς — βόθρος — σκηνίτις — παρθένος — ανθίβολο — ασβεστοπωλείο — λαβείν — επινοητικότητα — χυτοσίδηρος — διεκπνέω — φορητότητα — πολυφάγος — μετάπλασμα |
|||