|
η сборщица маслин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сборщица маслин? — λιομαζώχτρα как с (ново)греческого переводится слово λιομαζώχτρα? — сборщица маслин — παραχωρητής — διαλυτικά — καθαρτικός — μονύελον — αγκυλωματιά — πρωτεξαδέλφη — οβριακή — ζαχαροπλαστικός — επιτροπάτο — σπαθασκία — αιμοσπερμία — οστεώδης — μπουγάδιασμα — τυποτηλεγραφία — αποκρατικοποιούμαι — αλεπουδίσιος — επιμελητηριακός — φουμίζω — δυσχρηστία — καρμίρα — παρεπίδημώ |
|||