|
кивком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кивком? — γνεφτάτα как с (ново)греческого переводится слово γνεφτάτα? — кивком — κλισίμετρο — υπερέχω — αμφιμασχάλια — πελεκημένος — ζωοσπόριον — υπονοώ — ηλιολάτρισσα — συμφώνως — φαραωνικός — ους — ορολογία — καθολικεύω — ξερρίζωμα — αποκρουστικός — κλείω — γριά — καναδέζικος — αναλώνομαι — απορρεύστωση — ερεθιστικός — ουρικός |
|||