|
(-ορός) ο, η горячо любящий свою мать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горячо любящий свою мать? — φιλομήτωρ как с (ново)греческого переводится слово φιλομήτωρ? — горячо любящий свою мать — τραμπαλίζομαι — αχνόφεγγο — καρυδόπιτα — σουρεαλίστρια — τριτόκλιτος — φακορυζόσουπα — δροσολογάω — κωδικοποιούμαι — εφοδραργύρωση — γερομπασμένος — μονύελον — ταγγίζω — γρανίτα — πιναρός — προστάτρια — συσπουδάζω — σαββατισμός — λιποθυμισμένος — σφηνούμαι — θαυματουργία — πολλαπλασιάζω |
|||