Новогреческий словарь
αδιάσχιστος
αδιάσχιστ|ος
1)
непроходимый
(о лесе и т. п.);
2)
нерасщеплённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непроходимый
? —
αδιάσχιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
нерасщеплённый
? —
αδιάσχιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιάσχιστος
? — непроходимый, нерасщеплённый
#
(ново)греческий словарь
—
γναφάλωσις
—
πέψη
—
ζαλίγκα
—
φιλελεήμων
—
φεγγάριασμα
—
αναπνευστικός
—
συνώνυμο
—
λαθροϋλοτόμος
—
σερνικοθήλυκος
—
παραδοξολόγημα
—
μάντης
—
ασβεστοποιός
—
ελπίζω
—
συμπολίτης
—
ηλιοστάλαχτος
—
υποφέρω
—
αντροκαλώ
—
υποκύανος
—
ένστικτο
—
αλαφροζυγιάζομαι
—
αξυρισιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,