|
1) непроходимый (о лесе и т. п.); 2) нерасщеплённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непроходимый? — αδιάσχιστος как на (ново)греческом будет слово нерасщеплённый? — αδιάσχιστος как с (ново)греческого переводится слово αδιάσχιστος? — непроходимый, нерасщеплённый — καταναλωθείς — πρόσωπο — γιγαντοοθόνη — ανδρωνίτης — ακράκι — ψαλιδάκι — άπτυστος — μικρο- — καρτερόψυχος — συκήσιος — ποικιλοχρωμία — λιθογράφημα — δάσωση — στενογράφος — υβριστικός — στοιχειοχύτης — ζυγούμαι — ετοιμόρροπος — αναξηραίνω — ταπητουργείον — ξεκλώθω |
|||