|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παιγνιώδης? — — αντίψυχο — κατάσπαρτος — ηλιόβολο — χαμηλούτσικα — ομνύω — εξομολογώ — ζούρα — αδρασκελιά — φανταχτερά — δικαρπίζω — καταληψία — βέτο — καλολογικός — αεριτζού — ρήσις — φριχτός — αναχορηγήτρια — ενδόξως — παραδειγματικός — αποσκυβαλίζω — ωογόνος |
|||