|
η грам. родительный падёж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родительный падёж? — γενική как с (ново)греческого переводится слово γενική? — родительный падёж — πιστεύω — γενεά — ενεπίγραφος — αλαλάζω — διαπορούμαι — Φώτιος — πλειοψηφών — ανοδήγητος — δυσαναπλήρωτος — αστρακάς — Σπαρτιάτης — συμμαζεύομαι — κουρτέλο — δετή — λουμπουνιάζω — ψιλολογώ — ανεφαγιά — άστρινος — κατσίκα — πληθωριστικός — κοντόχρονα |
|||