|
ο канавокопатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канавокопатель? — αυλακωτήρας как с (ново)греческого переводится слово αυλακωτήρας? — канавокопатель — κλιμένος — αστροφεγγιά — διάπηγμα — κατασκονίζω — αδρωμα — βελτίωση — εξακολουθητικώς — περιβόλι — πρωτόνιο — ηλεκτροφόρος — φυτογεωγραφικός — μολυβιά — αναδαμαλίζω — συμπατριώτισσα — λαξεύομαι — προσεπικυρώνω — παγοκύστη — καρπός — μπελλαντόνα — αδιάφθορος — εξατμίζω |
|||