|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διονυσιαστής? — — συμμισατορεύω — μουσελίνα — μπούχτισμα — αδιαχώρητος — εμπτύω — ποικιλωδία — λίθος — γύφτικο — λαβούτο — ηλιόβολο — διδακτισμός — αφόρμισμα — έπαυλη — μπιτζάμα — λαθροθηρώ — ιατρείο — ετερόγαμος — κλονισμένος — φιδάκι — αφρώδης — νεκρολόγιο |
|||