|
ксилограф, гравёр по дереву #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ксилограф? — ξυλογράφος как на (ново)греческом будет слово гравёр по дереву? — ξυλογράφος как с (ново)греческого переводится слово ξυλογράφος? — ксилограф, гравёр по дереву — κοινωνίστρια — ξενοκοιμούμαι — αγιολόγιον — πλείων — αηδονολαλήτρα — πρωτευουσιάνα — οψοθήκη — Ιλλυρός — μερισματούχος — ανησυχία — συνεκδοχικώς — μινιμαλισμός — αφελκυσμός — αναβράζω — χορηγία — σαμπάνια — τεϊοδόχη — άθιχτος — λειχηνιάζω — γιαραμπής — ψαλιδοκέρι |
|||