λάσκα

формы словаβ
λάσκα
προστ. от λασκάρω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λάσκα? —


προφταίνωαρνησιδικίαδιαπαρθενεύωμπρούσκοςβίωμανεότεροςνερόφειδοσυγκεντρωτισμόςαποκάτουθεωτοπάθειαβραχυχρόνιοςπροοιμιακόςγνωμοδότημακομματικόςτηλεφωνείοτσέλιγκαςαμπάρωτοςθανατικόςεφεξήςανάτριχαεξαντλητικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit