|
προστ. от λασκάρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λάσκα? — — προφταίνω — αρνησιδικία — διαπαρθενεύω — μπρούσκος — βίωμα — νεότερος — νερόφειδο — συγκεντρωτισμός — αποκάτουθε — ωτοπάθεια — βραχυχρόνιος — προοιμιακός — γνωμοδότημα — κομματικός — τηλεφωνείο — τσέλιγκας — αμπάρωτος — θανατικός — εφεξής — ανάτριχα — εξαντλητικός |
|||